-
1 достояние
достояние с η περιουσία, η ιδιοκτησία; всенародное \достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία* * *сη περιουσία, η ιδιοκτησίαвсенаро́дное достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία
-
2 всенародный
всенародный παλλαϊκός; εθνικός (национальный)' \всенародный праздник η εθνική γιορτή; \всенародныйое достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία* * *всенаро́дный пра́здник — η εθνική γιορτή*
всенаро́дныйое достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία
-
3 общенародный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; παλλαϊκός, πάνδημος, πάγκο ινος•-ая собственность παλλαϊκή ιδιοκτησία (κοινοκτημοσύνη)•
-ое состояние παλλαική περιουσία.
-
4 общенародный
общенародн||ыйприл παλλαϊκός:\общенародныйое достояние ἡ παλλαϊκή ιδιοκτησία